τεντωμένος

τεντωμένος
-η, -ο, Ν
βλ. τεντώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατενής — ές (AM ἀτενής, ές) Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ ένα σημείο II. επίρρ. ατενώς 1. κατευθείαν, μπροστά αρχ. Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος 2. έντονος, ισχυρός 3. ευθύς 4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος 5. άκαμπτος,… …   Dictionary of Greek

  • πανεύτονος — ον, Α 1. πάρα πολύ τεταμένος, πάρα πολύ τεντωμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ δραστήριος, εξαιρετικά ενεργητικός, επιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔτονος «τεντωμένος, δραστήριος»] …   Dictionary of Greek

  • περιτενής — ές, ΜΑ [περιτείνω] 1. ο πάρα πολύ τεντωμένος 2. αυτός που είναι πάρα πολύ τεντωμένος εξαιτίας πρηξίματος, πρησμένος αρχ. αυτός που εκτείνεται ολόγυρα, περιτεταμένος …   Dictionary of Greek

  • σχοινοτενής — ές, ΝΑ μτφ. αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει μεγάλη έκταση και, ιδίως για λόγο, μακροσκελής, εκτενής, εκτεταμένος, διεξοδικός (α. «σχοινοτενής διάλεξη» β. «σχοινοτενής περίοδος λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανούμαι — όομαι, ΜΑ [τύμπανον] προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία μσν. 1. είμαι τεντωμένος όπως είναι η επιφάνεια ενός τύμπανου, είμαι πολύ τεντωμένος 2. (σπάν. ο ενεργ. τ.) τυμπανῶ, όω τεντώνω, φουσκώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… …   Dictionary of Greek

  • ανισότονος — η, ο (Α ἀνισότονος ον) (στη μουσική) αυτός που έχει διαφορετικό τόνο από κάποιον άλλο αρχ. αυτός που δεν είναι τεντωμένος εξίσου σε όλα του τα σημεία …   Dictionary of Greek

  • αντίτονος — (Α ἀντίτονος, ον) (Α) [αντιτείνω] 1. ο τεντωμένος εναντίον κάποιου 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίτονα σχοινιά που χρησίμευαν για την κίνηση πολιορκητικής μηχανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”